αλβανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλβανία και στους Αλβανούς 2. αυτός που προέρχεται από την Αλβανία 3. το θηλ. ως ουσ. η Αλβανική (ενν. γλώσσα) η γλώσσα τών Αλβανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός. ΠΑΡ. (νεοελλ). αλβανικά] … Dictionary of Greek
Αλβανός — ο (Μ Ἀλβανὸς) (Ν θηλ. ίδα) ο κάτοικος τής Αλβανίας ή όποιος κατάγεται από εκεί. [ ΠΑΡ. νεοελλ. αλβανίζω, αλβανικός, αλβανόπουλο. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλβανόγλωσσος, αλβανοελληνικός, αλβανομαθής, αλβανόπαις, αλβανόφιλος, αλβανόφωνος] … Dictionary of Greek
αλβανικά — επίρρ. [αλβανικός] με την αλβανική διάλεκτο, αλβανιστί … Dictionary of Greek
αλβανοελληνικός — ή, ό ο αλβανικός και ελληνικός μαζί, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Αλβανούς και τους Έλληνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + ελληνικός] … Dictionary of Greek
γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
αρβανίτικος — η, ο επίρρ. α 1. αλβανικός: Έφαγαν τυρί αρβανίτικο. 2. πεισματάρης: Αυτός έχει αρβανίτικο κεφάλι. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αρβανίτικα, τα η αλβανική γλώσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελληνοαλβανικός — ή, ό ο ελληνικός και ο αλβανικός ταυτόχρονα, ο αλβανοελληνικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)